Η αύξηση των έμμεσων φόρων και ιδιαίτερα του ΦΠΑ (από 11% στο 13%) θα εντείνει περαιτέρω την ύφεση, στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία, με άμεσο αντίκτυπο τη μείωση των θέσεων απασχόλησης και τη δραματική αύξηση της ανεργίας.
Οι συνέπειες αυτής της οικονομικής πολιτικής θα επηρεάσουν αρνητικά και τα έσοδα του Κράτους, δεδομένου ότι θα συρρικνώσουν επικίνδυνα την φορολογική του βάση. Αντίθετα μια μείωση του ΦΠΑ, έστω και κατά μία μονάδα, θα προσέφερε περισσότερα τόσο στην διατήρηση των θέσεων απασχόλησης όσο και στην βελτίωση της ψυχολογίας της αγοράς.
Αυτό σημειώνει σε ανακοίνωσή της η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος, εκφράζοντας τη θέση της για την απασχόληση και την ανεργία.
Η ΓΣΕΒΕΕ υπενθυμίζει ότι πρόσφατα η Ελληνική Στατιστική Αρχή δημοσίευσε την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, με τα στοιχεία για την απασχόληση και την ανεργία του Αυγούστου 2010. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν σημαντική αύξηση της ανεργίας από 9% σε 12,2%, σε σχέση με τον Αύγουστο του 2009 (ρυθμός μεταβολής της τάξης του 38%). Πιο συγκεκριμένα, για το διάστημα Αύγουστος 2009 - Αύγουστος 2010, η απασχόληση μειώθηκε κατά 165.356 άτομα, ενώ σε σχέση με τον Ιούλιο του 2010 η απασχόληση μειώθηκε κατά 40.406 άτομα. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η αύξηση της ανεργίας προκαλείται σε ένα ολοένα αυξανόμενο ποσοστό από απώλειες θέσεων απασχόλησης και όχι μόνο από την είσοδο νέων ατόμων στην αγοράς εργασίας.
Αυτήν την τάση, υπενθυμίζεται από τη συνομοσπονδία, προέβλεπε και η τελευταία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, σύμφωνα με τα ευρήματα της οποίας, για το β΄ εξάμηνο του 2010, είχε εκτιμηθεί ότι θα χάνονταν 120.000 θέσεις μισθωτής εργασίας.
Εάν όμως η τάση που δείχνουν τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού συνεχιστεί ,προσθέτει η ΓΣΕΒΕΕ, τότε είναι πολύ πιθανό η απώλεια να υπερβεί τις 120.000 και να πλησιάσει τις 200.000 θέσεις μισθωτής εργασίας και τις 300.000 θέσεις συνολικής απασχόλησης (θέσεις μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων, εργοδοτών), όπως είχε εκτιμήσει το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ σε έρευνα, που παρουσιάστηκε τον Αύγουστο του 2010.
Αυτό άλλωστε είναι φανερό και από τη συνεχιζόμενη αύξηση του ποσοστού ανεργίας στις παραγωγικές ηλικίες (25-34, 35-44, 45-54). Συγκεκριμένα, όπως φαίνεται από την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, μέσα σε ένα έτος το ποσοστό ανεργίας για την ηλικιακή ομάδα 25-34 ετών αυξήθηκε από 11,8% σε 16,4% (αύξηση κατά περίπου 40 %), στην ηλικιακή ομάδα 35-44 ετών αυξήθηκε από 7,2% σε 10,2% (αύξηση 42%) και στην ηλικιακή ομάδα 45-54 ετών από 6,2% σε 8,9% (αύξηση 43,5%).
Η αξιοσημείωτη αυτή αύξηση στο ποσοστό ανεργίας των παραγωγικών ηλικιών - αύξηση η οποία τείνει να γίνει ενδημική - είναι αδιάψευστο σημάδι της ολοένα εντεινόμενης ύφεσης στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία.
Το στοιχείο αυτό επαληθεύεται εάν λάβουμε υπ’ όψιν ότι:
α) για το διάστημα Ιούνιος Σεπτέμβριος 2010 έκλεισαν 16.000 επιχειρήσεις (στοιχεία Κ.Ε.Ε. και ΤτΕ)
β) στη διάρκεια του τρίτου τριμήνου 2010 το ΑΕΠ παρουσίασε μείωση κατά 4,5% σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2009 (στοιχεία ΕΛ ΣΤΑΤ).
H ανεργία αυτή επομένως δεν είναι ούτε διαρθρωτική, ούτε προκαλείται από δυσκαμψίες (θεσμικές ή άλλες) της αγοράς εργασίας. Πρόκειται για ανεργία ύφεσης, η οποία πρέπει και μπορεί να καταπολεμηθεί μόνο με αντικυκλικές πολιτικές, είτε αυτές αναφέρονται στο δημοσιονομικό σκέλος της οικονομικής πολιτικής (π.χ. δημόσιες επενδύσεις), είτε σε ριζικό ανασχεδιασμό της πολιτικής απασχόλησης, καθώς και με πολιτικές που θα ενισχύουν ή εν πάση περιπτώσει δεν θα συρρικνώνουν την ενεργό ζήτηση, αναφέρει η ΓΣΕΒΕΕ.